Στα χέρια της προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου βρίσκονται πλέον οι δύο μηνυτήριες αναφορές του προέδρου του κόμματος Τελεία και δήμαρχου Στυλίδας Αποστόλου Γκλέτσου και του δικηγόρου Αθηνών Παναγιώτη Γιαννόπουλου κατά του τέως υπουργού Οικονομικών.
Οι δικογραφίες διαβιβάστηκαν στη Βουλή, από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, καθώς η εισαγγελία δεν μπορεί να πραγματοποιήσει καμία έρευνα για βουλευτές, βάση του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των υπουργών για αδικήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είναι αυτό που θα αποφασίσει το μέλλον της δικογραφίας για την υπόθεση Βαρουφάκη.
Τι ορίζει όμως ο νόμος υπ’ αριθμών 3126;
Με το νόμο αυτό – ο οποίος φέρει την υπογραφή του Ευάγγελου Βενιζέλου- θεσμοθετήθηκε το ακαταδίωκτο και η πρακτική ατιμωρησία υπουργών. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως αν εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος κινηθούν στα όρια του νόμου ή τα ξεπεράσουν, τότε η δικαστική εξουσία δεν μπορεί να τους αγγίξει, τουλάχιτον με τη διαδικασία που ακολουθείται για τους απλούς πολίτες.
Σε περίπτωση, λοιπόν, που δράστης εγκληματικής πράξης κατηγορείται ότι είναι υπουργός, τότε αρμόδιος για να κρίνει την υπόθεση του εγκλήματος, είναι μόνο η Βουλή και όχι τα Δικαστήρια. Θεσμοθετήθηκε δηλαδή, μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο.
Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη.
- Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης
- και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως.
Ποια είναι τα μεγάλα κενά;
Ας αρχίσουμε από τα προφανέστατα. Για παράδειγμα αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη αποφάσεως της Βουλής, τόσο για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση όσο και την τελική κρίση για τη δίωξη, καθίσταται (όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς) σχεδόν αδύνατη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού του βουλευτών, η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της ή να αναστείλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία, οποτεδήποτε, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και αναμένεται η έκδοση της αποφάσεώς του.
Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές.
Αλλά και ο εκδοθείς κατ’ επιταγήν του Συντάγματος σχετικός νόμος περί ευθύνης υπουργών (N. 3126/2003) προβλέπει (άρθρο 3) ότι οι αξιόποινες πράξεις των υπουργών (πλημμελήματα, κακουργήματα) παραγράφονται με τη συμπλήρωση 5 ετών από την ημέρα που τελέστηκαν.
Στα χέρια των 300 βουλευτών βρίσκεται; λοιπόν; η ποινική τύχη του Γιάννη Βαρουφάκη, που καλούνται να αποφασίσουν αν θα παραπέμψουν ή όχι τον πρώην Υπουργό Οικονομικών στο Ειδικό Δικαστήριο.