Πολλές φορές μπορεί να έχουμε εκατό προβλήματα και να θέλουμε να κλειστούμε στον εαυτό μας. Να κάνουμε το σπίτι μας την δική μας φυλακή και να μείνουμε μέσα εκεί για μέρες. Δεν σκεφτόμαστε, όμως, πώς θα ήταν αν όντως βρισκόμασταν πίσω από τα σίδερα της φυλακής και αν η μόνη επαφή μας με τον έξω κόσμο ήταν ένα καρτοτηλέφωνο ή ένα επισκεπτήριο μόνο όσων έχουμε πρώτου βαθμού συγγένεια. Ίσως αν περνούσαμε μια μέρα έστω στην φυλακή να εκτιμούσαμε την ελευθεριά μας και να χαιρόμασταν αλλιώς την ζωή μας.

Επειδή, όμως, δεν μπορούμε να το κάνουμε και επειδή οι ταινίες που παρουσιάζουν την φυλακή δεν είναι πάντα αληθινές για να σε ταξιδέψουμε και να σου δείξουμε όσο μπορούμε το αληθινό πρόσωπο της φυλακής είπαμε να μιλήσουμε με ένα άτομο που πέρασε εκεί αρκετές μέρες της ζωής του και, όπως φαίνεται δεν θα το ξεχάσει ποτέ.

Όλα για τον Γιάννη ξεκίνησαν όταν ένα πρωί είδε το περιπολικό να παρκάρει έξω από το σπίτι του. Τότε ήξερε ότι αυτά που είχε κάνει θα τον έκαναν να περάσει αρκετό καιρό από την ζωή του μέσα σε ένα κελί και μακριά από κάθε άνεση. Έτσι και έγινε…

Όταν μπήκε στην φυλακή προσπαθούσε να πείσει στον εαυτό του πως ο χρόνος θα περνούσε γρήγορα. Πως θα έβρισκα πράγματα να ασχολούμαι και πως μετά θα επέστρεφα πίσω και θα ζούσα ξανά όπως και πριν. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες μέρες τις προσαρμογής.

Εκεί σε ένα από τα παλιότερα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας μας γνώρισε τους τρεις συγκατοίκους τους. Μαζί θα μοιράζονταν ένα κελί που προορίζεται για έναν αλλά μένουν στοιβαγμένοι πολλοί και θα έπρεπε να συνηθίσουν ο ένας την παρουσία του άλλου.

Στην φυλακή η ζωή είχε πολύ αργούς ρυθμούς οι ώρες κρατούσαν περισσότερα λεπτά και οι σκέψεις σου γυρνούσαν συνεχώς στο κεφάλι σου. Ήξερες ότι όλοι ζουν και εσύ είσαι κλεισμένος. Στις 8 το πρωί ο φύλακας άνοιγε την πόρτα και έμπαινε να μετρήσει αν όλοι είμαστε μέσα και όποιος από εμάς ήθελε πήγαινε για φαγητό που κρατούσε μισή ώρα και είχε γάλα και μαρμελάδα. Το ψωμί ήταν δικό σου, σου το άφηναν μια φορά την ημέρα στο κελί σου, μια φορά την ημέρα την μία φρατζόλα που σου αναλογεί.

Οι άνθρωποι μέσα στην φυλακή ψάχνουν τρόπους να διαφύγει το μυαλό τους. Φτιάχνουν αυτοσχέδια γυμναστήρια ή ακόμα και χειροτεχνίες με πράγματα που δεν σου πηγαίνουν στο μυαλό, όπως είναι η συμπιεσμένη ψίχα του ψωμιού. Τα ρούχα τους και το κελί τους το καθαρίζουν οι ίδιοι ή το κάνουν άλλοι για λογαριασμό τους που τους πληρώνουν συνήθως δίνοντας τους τσιγάρα. Μπορούν να παραγγείλουν τα πράγματα από τον μπακάλη (χαρτί υγείας, φαγώσιμα, τσιγάρα) καθώς απαγορεύεται οι συγγενείς τους να τους φέρουν τρόφιμα ή ακόμα και τσιγάρα στο επισκεπτήριο.

Μέχρι τις δώδεκα μπορούσαμε να πιούμε καφέ στο κυλικείο ή να κάνουμε βόλτα στα προαύλιο. Στις δώδεκα ήταν πάλι η ώρα του φαγητού και μετά πάλι κλεισμένοι στο κελί μέχρι τις 15:00. Η χειρότερη στιγμή ήταν όταν κάποιος ήθελε να πάει τουαλέτα. Η τουαλέτα ήταν απλά μια λεκάνη μέσα στο κελί (δεν είναι βέβαια έτσι σε όλες τις φυλακές) χωρίς πόρτα και χωρίς κάποιο διαχωριστικό. Έτσι είχαμε φτιάξει το δικό μας χώρισμα κρεμώντας σεντόνια και φτιάχνοντας ένα αυτοσχέδιο παραβάν.

Για να κάνουμε μπάνιο έπρεπε απλά να πετύχουμε τυχαία ζεστό νερό. Μετά το άνοιγμα και πάλι της πόρτας είχαμε χρόνο να κάνουμε ότι θέλαμε αφού οι πόρτες των κελιών θα κλείδωναν ξανά στις οχτώ το βράδυ για να ανοίξουν στις 8 ξανά το πρωί.

Η φυλακή είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας. Υπάρχουν ισχυροί, αδύναμοι, ένοχοι αλλά πολλές φορές και αθώοι και σίγουρα δεν περνούν όλοι το ίδιο.

Όσοι δεν έχουν χρήματα να διαθέσουν υποφέρουν ενώ, όσοι έχουν μπορούν να απολαμβάνουν ανέσεις και να ζουν σαν άνθρωποι. Όποια, όμως, και αν είναι η οικονομική τους κατάσταση σε όλες τις περιπτώσεις η σιδερένια πόρτα κλείνει και τους αφήνει μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο.