Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι ποτέ δεν ήμουν ευαίσθητος άνθρωπος. Μεγάλωσα, όμως, με ιστορίες από την χαμένη πατρίδα της προγιαγιάς μου, την οποία αν και δεν γνώρισα ποτέ την έχω στο μυαλό μου μικρό κοριτσάκι να την ντύνουν γριά για να μην την πάρουν οι Τούρκοι και να της χτυπούν τα πόδια με ένα μαστίγιο για να της πάρουν τα παπούτσια που φορούσε πριν μπει στην βάρκα για να έρθει από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα.

Μάλλον, όμως, αυτή την σκληρή εικόνα που με συντρόφευε σε όλη μου την ζωή την ξέχασα με το πέρασμα των χρόνων, μέχρι την στιγμή που πήγα στην πλατεία Βικτωρίας και κοίταξα τους πρόσφυγες στα μάτια.

Δεν το είχα στο μυαλό μου να το κάνω, απλά ένιωσα κάπως, όταν κατέβασα τα Χειμωνιάτικα από το πατάρι και συνειδητοποίησα πως έχω πολλά ρούχα τα οποία δεν φοράω, ενώ αυτή τη στιγμή στην χώρα μου έρχονται χιλιάδες άνθρωποι -με κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Μάλλον, για να είμαι πιο ειλικρινής, η σκέψη πως κάποιοι άνθρωποι χωρίς πατρίδα, αυτή τη στιγμή κοιμούνται σε μια πλατεία μέσα στην βροχή, τα σπίτια τους είναι γκρεμισμένα και οι συγγενείς τους πολεμούν και πεθαίνουν, διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα όλο μου το σώμα με αποτέλεσμα να πάρω την απόφαση ότι θα πάω όσα από τα πράγματα μου δεν χρησιμοποιώ σε αυτούς τους ανθρώπους, αφού ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για να τους βοηθήσω.

Μάζεψα, λοιπόν, τρεις σακούλες ρούχα και μια σακούλα με αρκουδάκια που απλά είχα ως ενθύμια στην βιβλιοθήκη και πήγα.

Πάρκαρα ακριβώς μπροστά στην πλατεία και κατέβηκα κρατώντας μια σακούλα. Φοβόμουν ότι οι πρόσφυγες θα έρθουν κατά πάνω μου με οργή να με ρωτήσουν τι κάνω στο σπίτι τους, γιατί πλέον αυτή η πλατεία είναι το σπίτι τους. Και όμως, κανείς δεν με πλησίασε.

Για την ακρίβεια ένιωσα σαν να ήμουν αόρατη. Οι φοβίες μου όχι απλά δεν βγήκαν προφητικές αλλά με έκαναν να νιώσω ακόμα πιο μικρή. Προχώρησα με τις σακούλες στα χέρια και τους ρώτησα αν θέλουν ρούχα. Με κοιτούσαν μέσα στα μάτια με μια έντονη χαρμολύπη και πήραν απορημένοι την σακούλα. Στην συνέχεια κατέβασα την σακούλα με τα παιχνίδια και κρατούσα έναν μεγάλο αρκούδο στα χέρια μου. Ένας πατέρας με το μικρό γιο του να τον κρατάει από το χέρι, με πλησίασε και με ρώτησε αν μπορούσα να του δώσω το λούτρινο παιχνίδι για το παιδί του.

Μέχρι να κατεβάσω τα υπόλοιπα πράγματα οι πρόσφυγες είχαν ανοίξει την τσάντα και μοιραζόντουσαν τα πράγματα. Εκείνη την ώρα είδα πως το μικρό αγόρι με τον αρκούδο κρατούσε στα χέρια του την αγαπημένη μου ζακέτα. Το μόνο που ήθελα να του πω ήταν ένα μεγάλο ευχαριστώ που θα φορούσε την ζακέτα μου και που θα είχε για φίλο του τον αρκούδο μου…

Εγώ δεν είδα μετανάστες… είδα πρόσφυγες, ανθρώπους χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, ευγενικούς και καθαρούς ακόμα και αν ζουν σε μια πλατεία ακόμα και αν δεν έχουν φαγητό να φάνε και νερό να πλυθούν και τότε σκέφτηκα πως αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί σε όλους μας.

Δεν μοιράζομαι την ιστορία μου για να δείξω πόσο καλός άνθρωπος είμαι, δεν είμαι καλός άνθρωπος άλλωστε, αν ήμουν θα έκανα περισσότερα για τους ανθρώπους που είναι τριγύρω μου και χρειάζονται βοήθεια -είτε είναι πρόσφυγες είτε είναι Έλληνες και έχουν ανάγκη. Την ιστορία μου την μοιράζομαι για να δείξω πως μέσα από μικρά πράγματα μπορούμε να βοηθήσουμε. Μπορούμε να γίνουμε για λίγα λεπτά άνθρωποι. 

***Το κείμενο υπογράφει αναγνώστρια του ipop.gr Στείλτε μας και τις δικές σας ιστορίες στο [email protected] !***